προκαταρτισμός

προκαταρτισμός
ο, ΝΜ [προκαταρτίζω]
η εκ τών προτέρων κατάρτιση, προετοιμασία
μσν.
διευθέτηση εκ τών προτέρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προκατάρτιση — η, Ν [προκαταρτίζω] προκαταρτισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”